- πνευμονοβακτήριο(ν)
- το см. πνευμονόκοκκος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευμονοβακτήριο — το, Ν πνευμονιόκοκκος … Dictionary of Greek
πνευμονόκοκκος — πνευμονόκοκκος, ο και πνευμονοβακτήριο, το μικρόβιο των πνευμόνων που γίνεται παθογόνο σε μερικές περιπτώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)